ταλαντώ

ταλαντώ
(ο ) см. ταλαντεύω

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ταλαντώ" в других словарях:

  • ταλαντώ — άω, Α [τάλαντον] ταλαντεύω …   Dictionary of Greek

  • ταλάντω — τάλαντον balance neut nom/voc/acc dual τάλαντον balance neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταλάντῳ — τάλαντον balance neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταλαντώνω — ταλαντῶ, όω, ΝΑ [τάλαντον] ταλαντεύω νεοελλ. (το μέσ. και παθ.) ταλαντώνομαι υφίσταμαι ταλαντώσεις …   Dictionary of Greek

  • ταλάντωι — ταλάντῳ , τάλαντον balance neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • TRUTINA in aede Saturni — apud Romanos posita fuit, moris antiqui vestigium, quô illi aes pensantes expendebant, non adnumerabant, Fest. Hinc Varro, de L. L. l. 4. Per Trutinam solvi solitum; vestigium etiam nunc manet in aede Saturni, quod ea etiam nunc propter pensuram… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ταλάντωση — η / ταλάντωσις, ώσεως, ΝΑ [ταλαντῶ, ώνω] ταλάντευση νεοελλ. 1. φυσ. α) (μηχαν.) κίνηση που εκτελεί ένα ελαστικό υλικό, όταν εκτρέπεται από την κατάσταση ισορροπίας του β) (ηλεκτρ. ηλεκτρον.) διαδοχή ηλεκτρικών ρευμάτων φόρτισης εκφόρτισης, η… …   Dictionary of Greek

  • υπερταλαντώ — άω, Α [ταλαντῶ] (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) 1. έχω περισσότερο βάρος, ζυγίζω πιο πολύ 2. μτφ. είμαι ανώτερος ή καλύτερος, υπερέχω, υπερτερώ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»